πλατσουκοκέφαλος

πλατσουκοκέφαλος
-η, -ο, Ν
βλ. πλακουτσοκέφαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλακουτσοκέφαλος — και πλατσουκοκέφαλος, η, ο, Ν αυτός που έχει πλατύ, πλακουτσωτό κεφάλι, ο πλατυκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακουτσός + κεφάλι (πρβλ. χοντρο κέφαλος). Ο τ. πλατσουκοκέφαλος με μετάθεση] …   Dictionary of Greek

  • πλατυκέφαλος — η, ο / πλατυκέφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πλατύ κεφάλι, ο πλατσουκοκέφαλος 2. είδος ιοβόλου ζώου ή ερπετού νεοελλ. αυτός που πάσχει από πλατυκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κέφαλος (< κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”